3,273,266
edits
(6_18) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθοκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν ὠρθωμένην, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. [[ὀρθόκραιρος]]. | |lstext='''ὀρθοκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν ὠρθωμένην, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. [[ὀρθόκραιρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ορθοκεφαλία]], δηλ. που έχει [[μέσο]] βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-[[κέφαλος]]. | |||
}} | }} |