3,277,402
edits
(6_3) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρειτύπος''': [ῠ], -ον, ([[τύπτω]]) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἐργαζόμενος, ὀρειτύποι, κατὰ τὸν Γαλην. 9. 449C, ἦσαν οἱ λατόμοι καὶ ὑλοτόμοι οἱ καταβιβάζοντες ὑλικὸν ἐκ τῶν ὀρέων· [[οὕτως]] ὀρεοτύποι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 7., 3. 12, 4, κ. ἀλλ.· ὀροιτύποι, Νικ. Θηρ. 5, 377, Ἀνθ. Π. 7. 445· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ὀροτύπος]]. | |lstext='''ὀρειτύπος''': [ῠ], -ον, ([[τύπτω]]) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἐργαζόμενος, ὀρειτύποι, κατὰ τὸν Γαλην. 9. 449C, ἦσαν οἱ λατόμοι καὶ ὑλοτόμοι οἱ καταβιβάζοντες ὑλικὸν ἐκ τῶν ὀρέων· [[οὕτως]] ὀρεοτύποι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 7., 3. 12, 4, κ. ἀλλ.· ὀροιτύποι, Νικ. Θηρ. 5, 377, Ἀνθ. Π. 7. 445· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ὀροτύπος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρειτύπος]] και [[ὀρεοτύπος]] και [[ὀροιτύπος]] και [[ὀροτύπος]], -ον (Α)<br />αυτός που εργάζεται στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρεο</i>- / <i>ὀρο</i>- / <i>ὀροι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-[[τύπος]]. | |||
}} | }} |