Anonymous

ὀρθόφρων: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_14)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθόφρων''': ὁ, ἡ, «ἀνατεταμένος καὶ [[μετέωρος]] ταῖς φρεσίν· [[οὕτως]] Σοφοκλῆς» (Φώτ.), Λατ. erectus animo, Σοφ. Ἀποσπ. 923. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνατεταμένας φρένας ἔχων, ἢ ὀρθάς. [[μετέωρος]]».
|lstext='''ὀρθόφρων''': ὁ, ἡ, «ἀνατεταμένος καὶ [[μετέωρος]] ταῖς φρεσίν· [[οὕτως]] Σοφοκλῆς» (Φώτ.), Λατ. erectus animo, Σοφ. Ἀποσπ. 923. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνατεταμένας φρένας ἔχων, ἢ ὀρθάς. [[μετέωρος]]».
}}
{{grml
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ὀρθόφρων]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που σκέπτεται λογικά, [[συνετός]], [[σώφρων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ορθόδοξος]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ἀνατεταμένος καὶ [[μετέωρος]] ταῑς φρεσίν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
}}
}}