Anonymous

ὀρεσκεύω: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_1)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρεσκεύω''': ([[ὄρος]]) ζῶ, κατοικῶ ἐπὶ τῶν ὀρέων, Νικ. Θηρ. 413.
|lstext='''ὀρεσκεύω''': ([[ὄρος]]) ζῶ, κατοικῶ ἐπὶ τῶν ὀρέων, Νικ. Θηρ. 413.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρεσκεύω]] (Α) [[ορεσκώος]]<br />[[κατοικώ]] στα όρη.
}}
}}