Anonymous

ὀρθοκέρατος: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_17)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθοκέρατος''': -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀρθοκραιράων.
|lstext='''ὀρθοκέρατος''': -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀρθοκραιράων.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέρατος]], -ον)<br />αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>κέρατος</i>].
}}
}}