Anonymous

ὁρισμός: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de borner, de limiter;<br /><b>2</b> engagement précis, exacte obligation.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de borner, de limiter;<br /><b>2</b> engagement précis, exacte obligation.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὁρισμός]]) [[ορίζω]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[πρόταση]] με την οποία, σε [[συντομία]] [[αλλά]] και με [[πληρότητα]], δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το [[περιεχόμενο]] μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά και [[περιεχόμενο]] με τα οποία αυτά διακρίνονται από [[κάθε]] [[άλλο]] διαφορετικό ή συγγενές τους («ο [[ορισμός]] της αρετής»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθορισμός]] («[[ορισμός]] της [[τιμής]] τών εμπορευμάτων»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[διαταγή]], [[εντολή]], [[προσταγή]] («στους ορισμούς σας!»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>σπαν.</b> όριο, [[σύνορο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χάραξη]] ή [[θέση]] ορίων, [[περιορισμός]]<br /><b>2.</b> [[καθορισμός]] της αμοιβής για την [[έκβαση]] αγώνα, [[στοίχημα]]<br /><b>3.</b> [[ευχή]], [[τάμα]], [[υπόσχεση]].
}}
}}