Anonymous

ὁρκωμότης: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_19)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁρκωμότης''': -ου, ὁ, = [[ὁρκωτής]], [[Πολυδ]]. Α΄, 38, Ἐπιγραφ. ἐν Philolog. Transact. 6. 182.
|lstext='''ὁρκωμότης''': -ου, ὁ, = [[ὁρκωτής]], [[Πολυδ]]. Α΄, 38, Ἐπιγραφ. ἐν Philolog. Transact. 6. 182.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁρκωμότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί<br /><b>2.</b> αυτός που ορκίζει σε δικαστήριο, [[ορκωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>ὅρκον [[ὀμόσαι]], με [[επίθημα]] -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>ωμότης</i>). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}