Anonymous

ὀρνεάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_5)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνεάζομαι''': ἀποθ., [[θηρεύω]] ὄρνεα, καὶ μεταφορ., κρατῶ τὴν κεφαλήν μου ὑψηλὰ ὡς ὁ [[ὀρνιθοθήρας]] ὁ περισκοπῶν πρὸς εὕρεσιν θηράματος, Ἡσύχ.
|lstext='''ὀρνεάζομαι''': ἀποθ., [[θηρεύω]] ὄρνεα, καὶ μεταφορ., κρατῶ τὴν κεφαλήν μου ὑψηλὰ ὡς ὁ [[ὀρνιθοθήρας]] ὁ περισκοπῶν πρὸς εὕρεσιν θηράματος, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρνεάζομαι]] (Α) [[όρνεον]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με το [[κυνήγι]] ορνέων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κρατώ]] το [[κεφάλι]] [[ψηλά]], όπως ο [[κυνηγός]] που ψάχνει για το θήραμά του.
}}
}}