Anonymous

ὀροφή: Difference between revisions

From LSJ
1,482 bytes added ,  29 September 2017
29
(Autenrieth)
(29)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἐρέφω]]): [[roof]], [[ceiling]], Od. 22.298†.
|auten=([[ἐρέφω]]): [[roof]], [[ceiling]], Od. 22.298†.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀροφή]])<br />η εσωτερική [[επάνω]] [[επιφάνεια]] ενός χώρου, το εσωτερικό [[επιστέγασμα]] ενός δωματίου, το [[ταβάνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[στέγη]] ενός οικήματος, ενός κτηρίου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το ανώτατο όριο το οποίο μπορεί να φθάσει ένα [[μέγεθος]]<br /><b>3.</b> <b>(αεροπ.)</b> το ανώτατο ύψος πτήσης αεροπλάνου δεδομένου τύπου<br /><b>4.</b> (αερον.-μετεωρ.) η κατακόρυφη [[απόσταση]] της βάσης του χαμηλότερου στρώματος νεφών, το οποίο καλύπτει το μισό [[τουλάχιστον]] του ουράνιου θόλου από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας ή του εδάφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κορυφή]] της κυψέλης τών [[μελισσών]]<br /><b>2.</b> συριακή ονομασί φυτού, αλλ. [[κροκοδιλιάς]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὀροφαί</i><br />τα σανιδώματα της σκεπής, τα ξύλα της στέγης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[ἐρέφω]]].
}}
}}