ὀρρώδης: Difference between revisions

29
(6_7)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρρώδης''': -ες, ([[ὀρρός]], [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ὀρρόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 7, Γαλην. ΙΙ. ([[ὄρρος]] Β) = [[οὐρώδης]], Γαλην.
|lstext='''ὀρρώδης''': -ες, ([[ὀρρός]], [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ὀρρόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 7, Γαλην. ΙΙ. ([[ὄρρος]] Β) = [[οὐρώδης]], Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀρρώδης]], -ῶδες (Α) [[όρρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.———————— <b>(II)</b><br />-ες, (ΑΜ [[ὀρρώδης]], -ῶδες)<br /><b>βλ.</b> [[ορώδης]] (Ι).
}}
}}