Anonymous

ὀστέϊνος: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />d’os, fait d’os.<br />'''Étymologie:''' [[ὀστέον]].
|btext=η, ον :<br />d’os, fait d’os.<br />'''Étymologie:''' [[ὀστέον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀστέϊνος]], -ΐνη, -ον) [[οστέον</i> / <i>οστούν]]<br />κατασκευασμένος από οστά, [[κοκάλινος]], [[κοκαλένιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[οστεΐνη]]<br />οργανική [[ένωση]] η οποία αποτελεί τη θεμέλια [[ουσία]] του οστίτη ιστού.
}}
}}