Anonymous

ὀρόφινος: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_11)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρόφῐνος''': -η, -ον, κεκαλυμμένος διὰ καλάμων ἢ πεποιημένος ἐκ καλάμων, Αἰν. Τακτ. 32.
|lstext='''ὀρόφῐνος''': -η, -ον, κεκαλυμμένος διὰ καλάμων ἢ πεποιημένος ἐκ καλάμων, Αἰν. Τακτ. 32.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρόφινος]], -ίνη, -ον (Α) [[όροφος</i> / [[οροφή]]<br /><b>1.</b> σκεπασμένος με καλαμένια [[στέγη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀρ <span style="color: red;"><</span> ο&GT;φίνη<br />[[καλάμη]] μελίνης».
}}
}}