Anonymous

ὀρώδης: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_7)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρώδης''': -ες, ([[ὄρος]]) [[ὀρεινός]], ἀντὶ ὀροειδής, Ἐτυμολ. Μέγ. 208. 4.
|lstext='''ὀρώδης''': -ες, ([[ὄρος]]) [[ὀρεινός]], ἀντὶ ὀροειδής, Ἐτυμολ. Μέγ. 208. 4.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ορρώδης]], -ες (Α [[ὀρώδης]] και [[ὀρρώδης]], -ῶδες) [[ορός]]<br />αυτός που μοιάζει με ορό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που αποτελείται ή παράγει [[υγρό]] που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες [[εξίδρωμα]]» β. «[[ορώδης]] [[μηνιγγίτιδα]]»).———————— <b>(II)</b><br />[[ὀρώδης]], -ῶδες (Α) [<i>όρος</i> (II)]<br />[[ορεινός]], [[βουνήσιος]].
}}
}}