Anonymous

ὀττεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. p.</i> [[ὀσσεύομαι]].
|btext=<i>att. p.</i> [[ὀσσεύομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀττεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μαντεύω]] από κάποιο προφητικό ήχο ή [[φωνή]] («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προαισθάνομαι]], [[προμαντεύω]] [[κάτι]] («τὸ [[μέλλον]] ὀττευσάμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[προαισθάνομαι]] ότι, [[προβλέπω]] ότι, [[προλέγω]] ότι<br /><b>4.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως δυσοίωνο<br /><b>5.</b> αποστρέφομαι με [[βδελυγμία]] [[κάτι]], [[επειδή]] [[είναι]] δυσοίωνο («[[πάντα]] ὀττεύεται τῡφον, ᾦ μὴ πρόσεστι τὸ εὐπρεπές», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄσσα]] / [[ὄττα]] «[[φήμη]], [[προφητεία]]», πιθ. [[κατά]] το [[μαντεύομαι]].
}}
}}