Anonymous

ὀρχηστικός: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la danse ; ἡ ὀρχηστική ([[τέχνη]]) l’art de la danse;<br /><b>2</b> qui se livre à la danse.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρχέω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la danse ; ἡ ὀρχηστική ([[τέχνη]]) l’art de la danse;<br /><b>2</b> qui se livre à la danse.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρχέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀρχηστικός]], -ή, -όν) [[ορχηστής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, [[χορευτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ορχηστική</i><br />η [[τέχνη]] του χορευτή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν [[εἶναι]] τὴν ποίησιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[επιδέξιος]] στην όρχηση<br /><b>3.</b> [[παντομιμικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀρχηστικῶς</i> (Α)<br />με ορχηστικό τρόπο, με ρυθμό.
}}
}}