Anonymous

ὀσφραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_13a)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀσφραίνομαι''': μέλλ. ὀσφρήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 152: ἀόρ. [[ὠσφρόμην]], ὀσφρέσθαι, ὀσφρόμενος Ἡρόδ., Ἀττικ.· (οἱ τοῦ Ἰων. μέσ. ἀορ. α΄ τύποι ὤσφραντο, ὄσφραντο παρ’ Ἀριστείδ. 2. 308, Ἡρόδ. 1. 80 [[ἴσως]] [[εἶναι]] σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ ὤσφροντο, ὄσφροντο)· - Παθητ. ἀόριστ. ὠσφράνθην Ἱππ. 262. 49· [[ὅταν]] ὀσφρανθῶσι Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 26, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 12, 5, Προβλ. 7. 6: μέλλ. ὀσφρανθήσομαι Ἑβδ. (Τωβ. Ϛ΄, 18)· - οἱ τύποι ὀσφρᾶται, -ῶνται, κτλ., μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Παυσ. 9. 21, 3, Λουκ. Ἁλ. 48, Φίλων 1. 617. (ὠσφρῶντο ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 179, καὶ ὀσφρᾶσθαι ἐν Ἀντιφάνους «Λύκωνι» 1, 6, διωρθώθησαν ὑπὸ τοῦ Elmsl.)· ἀόρ. ὠσφρήσαντο Ἄρατ. 955, Αἰλ., κλ.· ἀποθ. Ὀσφραίνομαι [[μετὰ]] γενικ., κρομμύων [[ὀσφραίνομαι]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 654· τίνων ὀσφραινόμενος ἡσθείης Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 24, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 96Β, κτλ.· ἡ [[αἴσθησις]] ἡ τοῦ ὀσφραίνεσθαι Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 27· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τὴν ὀσμὴν ὀσφραινόμενος Ἡρόδ. 1. 80· - μετ’ αἰτιατ. μόνον παρὰ τοῖς μεταγενεστ., ὀσφρ. θρυαλλίδα ἐσβεσμένην Αἰλ. π. Ζ. 9. 54· - [[διότι]] ἐν Εὐρ. Κύκλ. 154 (εἶδες γὰρ αὐτήν; - οὐ μὰ Δι’, ἀλλ’ [[ὀσφραίνομαι]]), τὸ αὐτῆς πρέπει νὰ νοηθῇ, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 489· καὶ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 897· ὀσφραίνει τι; τὸ τι κεῖται ἐπιρρηματικῶς = [[καθόλου]], [[διόλου]]. 2) μεταφορ., «παίρνω μυρωδιά», τῆς τυραννίδος Ἀριστοφ. Λυσ. 619· τοῦ χρυσίου Λουκ. Τίμ. 45. ΙΙ. Μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὀσφραίνειν τινά τινι, [[κάμνω]] τινα νὰ μυρίσῃ τι, Γαλην. 10. 595., 13. 454· οὕτω καὶ ἀπ-, προσ- ορσφραίνω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530.
|lstext='''ὀσφραίνομαι''': μέλλ. ὀσφρήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 152: ἀόρ. [[ὠσφρόμην]], ὀσφρέσθαι, ὀσφρόμενος Ἡρόδ., Ἀττικ.· (οἱ τοῦ Ἰων. μέσ. ἀορ. α΄ τύποι ὤσφραντο, ὄσφραντο παρ’ Ἀριστείδ. 2. 308, Ἡρόδ. 1. 80 [[ἴσως]] [[εἶναι]] σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ ὤσφροντο, ὄσφροντο)· - Παθητ. ἀόριστ. ὠσφράνθην Ἱππ. 262. 49· [[ὅταν]] ὀσφρανθῶσι Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 26, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 12, 5, Προβλ. 7. 6: μέλλ. ὀσφρανθήσομαι Ἑβδ. (Τωβ. Ϛ΄, 18)· - οἱ τύποι ὀσφρᾶται, -ῶνται, κτλ., μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Παυσ. 9. 21, 3, Λουκ. Ἁλ. 48, Φίλων 1. 617. (ὠσφρῶντο ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 179, καὶ ὀσφρᾶσθαι ἐν Ἀντιφάνους «Λύκωνι» 1, 6, διωρθώθησαν ὑπὸ τοῦ Elmsl.)· ἀόρ. ὠσφρήσαντο Ἄρατ. 955, Αἰλ., κλ.· ἀποθ. Ὀσφραίνομαι [[μετὰ]] γενικ., κρομμύων [[ὀσφραίνομαι]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 654· τίνων ὀσφραινόμενος ἡσθείης Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 24, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 96Β, κτλ.· ἡ [[αἴσθησις]] ἡ τοῦ ὀσφραίνεσθαι Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 27· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τὴν ὀσμὴν ὀσφραινόμενος Ἡρόδ. 1. 80· - μετ’ αἰτιατ. μόνον παρὰ τοῖς μεταγενεστ., ὀσφρ. θρυαλλίδα ἐσβεσμένην Αἰλ. π. Ζ. 9. 54· - [[διότι]] ἐν Εὐρ. Κύκλ. 154 (εἶδες γὰρ αὐτήν; - οὐ μὰ Δι’, ἀλλ’ [[ὀσφραίνομαι]]), τὸ αὐτῆς πρέπει νὰ νοηθῇ, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 489· καὶ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 897· ὀσφραίνει τι; τὸ τι κεῖται ἐπιρρηματικῶς = [[καθόλου]], [[διόλου]]. 2) μεταφορ., «παίρνω μυρωδιά», τῆς τυραννίδος Ἀριστοφ. Λυσ. 619· τοῦ χρυσίου Λουκ. Τίμ. 45. ΙΙ. Μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὀσφραίνειν τινά τινι, [[κάμνω]] τινα νὰ μυρίσῃ τι, Γαλην. 10. 595., 13. 454· οὕτω καὶ ἀπ-, προσ- ορσφραίνω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀσφραίνομαι]] και ὀσφραίνω)<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] την [[οσμή]] από [[κάτι]], [[μυρίζω]], μού μυρίζει [[κάτι]] («κρομμύων [[ὀσφραίνομαι]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], μυρίζομαι, [[παίρνω]] [[μυρωδιά]] («ὀσφραινόμενος τοῡ χρυσίου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προαισθάνομαι]], [[προμαντεύω]] («[[οσφραίνομαι]] τον κίνδυνο»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω όσφρηση («τὰς αἰσθήσεις τοῡ ἀκούειν... καὶ ὀσφραίνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. μτβ.) <i>ὀσφραίνω τινά τινι</i><br />[[κάνω]] κάποιον να μυρίσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ὀσ</i>-<i>φραίνομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οδ</i>-<i>σ</i>-<i>φραίνομαι</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>od</i>- «[[αισθάνομαι]], [[μυρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>όζω</i>) με ένσιγμο [[επίθημα]] -<i>es</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>odor</i>, -<i>ō</i><i>ris</i> «[[μυρωδιά]]», τα σύνθ. σε -<i>ώδης</i>, τη λ. [[οσμή]]), <i>το</i> οποίο εμφανίζεται στη μηδενισμένη του [[βαθμίδα]], ενώ το β' συνθετικό -<i>φραίνομαι</i> φέρεται ως παράγωγο της λ. [[φρήν]] (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-[[φραίνω]]) από όπου και η σημ. του ρήματος «[[αισθάνομαι]] την [[οσμή]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]] [[μυρωδιά]]». Μορφολογικά προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά η ύπαρξη στην αττ. διάλ. του μέλλ. <i>ὀσφρήσομαι</i> και του αορ. [[ὠσφρόμην]], που πολλοί τους θεώρησαν αναλογικούς σχηματισμούς [[προς]] τα <i>αἰσθήσομαι</i> και <i>ἠσθόμην</i> του ρήματος [[αἰσθάνομαι]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τοῦ [[ὠσφρόμην]] με</i> αρχ. ινδ. <i>jighrati</i> «[[αισθάνομαι]]» ή η [[αναγωγή]] τών τύπων του μέλλ. και του αορ. σε αμάρτυρο <i>όσ</i>-<i>φρος</i> δεν φαίνονται πιθανές].
}}
}}