Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὐλάς: Difference between revisions

From LSJ
592 bytes added ,  29 September 2017
29
(6_4)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλάς''': -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[οὖλος]] (Β), οὔλη, «σγουρή», ἐπὶ τῶν φύλλων δρυός, Νικ. Ἀλεξιφ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = [[πήρα]], [[θύλακος]], Ἡσύχ., Φώτ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 183· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ [[οὖδας]] ἐν Ἀνθ. Π. 7. 413· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 440.
|lstext='''οὐλάς''': -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[οὖλος]] (Β), οὔλη, «σγουρή», ἐπὶ τῶν φύλλων δρυός, Νικ. Ἀλεξιφ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = [[πήρα]], [[θύλακος]], Ἡσύχ., Φώτ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 183· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ [[οὖδας]] ἐν Ἀνθ. Π. 7. 413· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 440.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του [[οὖλος]]) σγουρή, κατσαρή<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θύλακος]], [[πήρα]], [[σακούλα]] («[[οὐλάδες]]<br />πῆραι, θύλακοι», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}