Anonymous

ὀτρυντικός: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_11)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀτρυντικός''': -ή, -όν, ὁ παροτρύνων, διεγείρων, [[διεγερτικός]], Εὐστ. 831. 29.
|lstext='''ὀτρυντικός''': -ή, -όν, ὁ παροτρύνων, διεγείρων, [[διεγερτικός]], Εὐστ. 831. 29.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀτρυντικός]], -ή, -όν (Μ) [[ο τρύνω]]<br />αυτός που παρορμά, που παροτρύνει, που διεγείρει.
}}
}}