3,277,121
edits
(6_11) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀτρυντικός''': -ή, -όν, ὁ παροτρύνων, διεγείρων, [[διεγερτικός]], Εὐστ. 831. 29. | |lstext='''ὀτρυντικός''': -ή, -όν, ὁ παροτρύνων, διεγείρων, [[διεγερτικός]], Εὐστ. 831. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀτρυντικός]], -ή, -όν (Μ) [[ο τρύνω]]<br />αυτός που παρορμά, που παροτρύνει, που διεγείρει. | |||
}} | }} |