Anonymous

οὐρανοκάτοικος: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_18)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρᾰνοκάτοικος''': -ον, ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανῷ, Γλωσσ.
|lstext='''οὐρᾰνοκάτοικος''': -ον, ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανῷ, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐρανοκάτοικος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατοικεί στον ουρανό, [[επουράνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κάτοικος]].
}}
}}