3,277,286
edits
(6_12) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐρήθρα''': Ἰων, -θρη, ἡ, ([[οὐρέω]]) ἡ [[οὐρήθρα]], ὁ σωλὴν δι’ οὗ τὰ οὖρα ἐξέρχονται ἐκ τῆς κύστεως, Ἱππ. Ἀφ. 1232, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 1. | |lstext='''οὐρήθρα''': Ἰων, -θρη, ἡ, ([[οὐρέω]]) ἡ [[οὐρήθρα]], ὁ σωλὴν δι’ οὗ τὰ οὖρα ἐξέρχονται ἐκ τῆς κύστεως, Ἱππ. Ἀφ. 1232, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[οὐρήθρα]], ιων. τ. οὐρήθρη)<br />[[πόρος]] που εκτείνεται από την ουροδόχο [[κύστη]] έως το έξω ουρηθρικό [[στόμιο]] και χρησιμεύει για την [[εκροή]] τών ούρων και, στον άνδρα, ως [[δίοδος]] του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεξαμενή]] ακαθαρσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὐρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήθρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολυμβ</i>-<i>ήθρα</i>)]. | |||
}} | }} |