Anonymous

οὐρός: Difference between revisions

From LSJ
668 bytes added ,  29 September 2017
30
(Autenrieth)
(30)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ὀρύσσω]]): [[ditch]], [[channel]], serving as ways [[for]] ships in [[drawing]] [[them]] [[down]] [[into]] the [[sea]], Il. 2.153†.
|auten=([[ὀρύσσω]]): [[ditch]], [[channel]], serving as ways [[for]] ships in [[drawing]] [[them]] [[down]] [[into]] the [[sea]], Il. 2.153†.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐρός]], ὁ (Α)<br />ταφροειδές όρυγμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για την [[ανέλκυση]] τών πλοίων στην [[ξηρά]] και για την καθέλκυσή τους στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. συνδέεται με το ρ. <i>ἐρύσσω</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>rovŭ</i> «[[τάφρος]]»), ενώ κατ' άλλους ο τ. συνδέεται με το [[οὖρον]] (<b>βλ.</b> <i>λ</i>. <i>όρος</i> (Ι)].
}}
}}