Anonymous

οὐλοφυής: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλοφυής''': -ές, ([[οὖλος]] Α) ὁ [[ὅλως]] ἐν φυσικῇ καταστάσει, Ἐμπεδ. 321, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 12.
|lstext='''οὐλοφυής''': -ές, ([[οὖλος]] Α) ὁ [[ὅλως]] ἐν φυσικῇ καταστάσει, Ἐμπεδ. 321, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐλοφυής]], -ές (Α)<br />αυτός που διατελεί σε εντελώς [[φυσική]] [[κατάσταση]], [[ακατέργαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (Ι) (<b>βλ. λ.</b> <i>όλος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}