Anonymous

ὀφθαλμοειδής: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφθαλμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ὀφθαλμόν, Διοσκ. 3. 156. 2) [[φανερός]], [[κατάδηλος]], [[καταφανής]], Ἀριστόξενος ἐν Ἀρμον. Στοιχ. σ. 40.
|lstext='''ὀφθαλμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ὀφθαλμόν, Διοσκ. 3. 156. 2) [[φανερός]], [[κατάδηλος]], [[καταφανής]], Ἀριστόξενος ἐν Ἀρμον. Στοιχ. σ. 40.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὀφθαλμοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με οφθαλμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταφανής]], [[ολοφάνερος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὀφθαλμοειδῶς]] (Α)<br />με [[σχήμα]] οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}