Anonymous

ὀφθαλμοφανής: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se montre aux yeux, visible.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]], [[φαίνω]].
|btext=ής, ές :<br />qui se montre aux yeux, visible.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]], [[φαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὀφθαλμοφανής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[αισθητός]] με τους οφθαλμούς, [[ορατός]]<br /><b>2.</b> [[καταφανής]], [[ολοφάνερος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οφθαλμοφανώς</i> (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς)<br />με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σαν να ήταν [[κάτι]] ορατό στην [[πραγματικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με τα [[ίδια]] τα μάτια κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>νυκτι</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}