3,277,243
edits
(6_7) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐρώδης''': -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2. | |lstext='''οὐρώδης''': -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρώδης]], -ῶδες (Α) [[ουρά]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ουρά]] ή στον πρωκτό.———————— <b>(II)</b><br />-ώδες [[ούρο]]<br />αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το [[χρώμα]] ή την [[οσμή]], τών ούρων. | |||
}} | }} |