Anonymous

οὐρανοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_18)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρᾰνοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν τὸν οὐρανόν· ― ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] ἰχθύος τοῦ ἄλλως καλουμένου καλλιωνύμου, Ἀθήν. 356Α, Plin. II.Ν. 32. 7, πρβλ. Sprengel Diosc. 2. 96, Greenhill εἰς Θεόφρ. 40. 11.
|lstext='''οὐρᾰνοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν τὸν οὐρανόν· ― ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] ἰχθύος τοῦ ἄλλως καλουμένου καλλιωνύμου, Ἀθήν. 356Α, Plin. II.Ν. 32. 7, πρβλ. Sprengel Diosc. 2. 96, Greenhill εἰς Θεόφρ. 40. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[οὐρανοσκόπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρατηρεί τον ουρανό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ουρανοσκόπος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας ουρανοσκοπίδες, κν. [[λύχνος]] και τσιγαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
}}