Anonymous

οὐρανοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_17)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρᾰνοφόρος''': -ον, ὁ ἔχων [[ἄνωθεν]] οὐρανόν, δηλ. [[παραπέτασμα]], ἴδε ἐν λ. [[οὐρανοφόρος]] 2) ὁ φέρων εἰς τὸν οὐρανὸν, [[οὐρανοφόρος]] κλῖμαξ Βασίλ. IV, 357Β.
|lstext='''οὐρᾰνοφόρος''': -ον, ὁ ἔχων [[ἄνωθεν]] οὐρανόν, δηλ. [[παραπέτασμα]], ἴδε ἐν λ. [[οὐρανοφόρος]] 2) ὁ φέρων εἰς τὸν οὐρανὸν, [[οὐρανοφόρος]] κλῖμαξ Βασίλ. IV, 357Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐρανοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βαστάζει τον ουρανό<br /><b>2.</b> αυτός που οδηγεί στον ουρανό («[[οὐρανοφόρος]] κλῑμαξ», Μ. Βασ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}