Anonymous

ὀφθαλμοβόρος: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_17)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφθαλμοβόρος''': -ον, ὁ ἐκβάλλων καὶ βιβρώσκων ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ ὃ καλεῖται φῶϋξ ἢ καθ’ Ἡσύχ. πῶϋξ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 18, 2.
|lstext='''ὀφθαλμοβόρος''': -ον, ὁ ἐκβάλλων καὶ βιβρώσκων ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ ὃ καλεῖται φῶϋξ ἢ καθ’ Ἡσύχ. πῶϋξ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 18, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀφθαλμοβόρος]], -ον (Α)<br />(για ένα [[είδος]] πτηνού) αυτός που βγάζει και κατατρώγει τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
}}