3,274,917
edits
(6_23) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχεά''': Ἰωνικ. -ιή, ἡ, = [[χειά]], ὀπή, [[σπήλαιον]], Νικ. Θηρ. 130, Ἄρατ. 1026, Ὀρφ. Ἀργ. 78· [[ὡσαύτως]] ὀχή, Ἄρατ. 956. [Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστ. Κανόν. 102. 30]. | |lstext='''ὀχεά''': Ἰωνικ. -ιή, ἡ, = [[χειά]], ὀπή, [[σπήλαιον]], Νικ. Θηρ. 130, Ἄρατ. 1026, Ὀρφ. Ἀργ. 78· [[ὡσαύτως]] ὀχή, Ἄρατ. 956. [Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστ. Κανόν. 102. 30]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀχεά]], ιων. τ. όχεή, συνηρ. τ. ὀχή, ἡ (Α)<br />οπή, [[σπήλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνητός όρος της ελληνιστικής εποχής, παρλλ. του τ. [[χειή]] «οπή» (<b>πρβλ.</b> [[ὀκρυόεις]]: [[κρυόεις]])]. | |||
}} | }} |