3,274,919
edits
(6_15) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψῐπέδων''': ὁ, ὁ ἐπὶ πολὺ διατελέσας ἐν δεσμοῖς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 376. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψιπέδωνας· τοὺς ἕως ζῶσιν ἄξοντας πέδας βράδιον». | |lstext='''ὀψῐπέδων''': ὁ, ὁ ἐπὶ πολὺ διατελέσας ἐν δεσμοῖς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 376. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψιπέδωνας· τοὺς ἕως ζῶσιν ἄξοντας πέδας βράδιον». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀψιπέδων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πέδων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]»)]. | |||
}} | }} |