Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παγκόσμιος: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_4)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παγκόσμιος''': -α, -ον, κοινὸς εἰς πάντα τὸν κόσμον, [[μοῖρα]] Ὀφ. Ὕμν. 34. 20, Ἐκκλ.
|lstext='''παγκόσμιος''': -α, -ον, κοινὸς εἰς πάντα τὸν κόσμον, [[μοῖρα]] Ὀφ. Ὕμν. 34. 20, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[παγκόσμιος]], -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «παγκόσμια [[έλξη]]» — η [[ιδιότητα]] τών ουράνιων σωμάτων να ασκούν αμοιβαίως ελκτικές δυνάμεις οι οποίες τείνουν να προσεγγίσουν το ένα στο [[άλλο]]<br />β) «παγκόσμια [[οικονομία]]»<br /><b>(οικον.)</b> το [[σύνολο]] τών οικονομικών λειτουργιών όλων τών χωρών της υφηλίου, που χαρακτηρίζονται από τη [[διεθνοποίηση]] του εμπορίου, τη διεθνή [[κίνηση]] κεφαλαίων και προσώπων, τη [[διάδοση]] τών μέσων και της τεχνολογίας παραγωγής, την εκτεταμένη [[συνεργασία]] [[μεταξύ]] τών εθνικών οικονομιών και τών κρατών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλα τα έθνη και σε όλους τους λαούς της Γης («[[παγκόσμιος]] [[πόλεμος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />ο υπερβολικά [[κόσμιος]], [[ευπρεπής]], [[σεμνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγκοσμίως</i> και <i>παγκόσμια</i> (ΑΜ παγκοσμίως)<br />σε όλο τον κόσμο, οικουμενικά, πανανθρώπινα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}