Anonymous

παίκτης: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_19)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παίκτης''': -ου, ὁ, ὁ παίζων ἢ ὀρχούμενος, Ἀνθολ. Π. 7. 422· θηλ. παίκτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 270.
|lstext='''παίκτης''': -ου, ὁ, ὁ παίζων ἢ ὀρχούμενος, Ἀνθολ. Π. 7. 422· θηλ. παίκτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 270.
}}
{{grml
|mltxt=και [[παίχτης]], ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α [[παίκτης]], θηλ. [[παίκτειρα]]) [[παίζω]]<br />[[πρόσωπο]] που μετέχει σε [[παιχνίδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αθλητής]] σε ομαδικό [[άθλημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παίζει με [[εμπειρία]] και [[πάθος]] [[τυχερά]] ή άλλα παιχνίδια<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορευτής]] ή [[παίκτης]].
}}
}}