Anonymous

παλαιότροπος: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_18)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλαιότροπος''': -ον, ὁ κατὰ παλαιὸν τρόπον ὢν ἢ πεποιημένος, «χαρακτὴρ (τῆς διδασκαλίας) π. ὤν». «βωμοὶ παλαιότροποι» Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 23, Νικομ. Θεολ. Ἀριθμ. 2, σ. 129, ἔκδ. Ast. - οὐσιαστ. [[παλαιοτροπία]], Εὐστ. 531. 40.
|lstext='''πᾰλαιότροπος''': -ον, ὁ κατὰ παλαιὸν τρόπον ὢν ἢ πεποιημένος, «χαρακτὴρ (τῆς διδασκαλίας) π. ὤν». «βωμοὶ παλαιότροποι» Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 23, Νικομ. Θεολ. Ἀριθμ. 2, σ. 129, ἔκδ. Ast. - οὐσιαστ. [[παλαιοτροπία]], Εὐστ. 531. 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλαιότροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος σύμφωνα με τους αρχαίους τρόπους, με τις παλιές συνήθειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παλαιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[τρόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]])].
}}
}}