Anonymous

παλιντυπής: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλιντῠπής''': -ές, ὁ [[ὀπίσω]] κτυπηθείς, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1254.
|lstext='''πᾰλιντῠπής''': -ές, ὁ [[ὀπίσω]] κτυπηθείς, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1254.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλιντυπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπήθηκε από [[πίσω]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>παλιντυπές</i><br />με [[χτύπημα]] από [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αντι</i>-<i>τυπής</i>].
}}
}}