Anonymous

παλινσύλλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_17)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλινσύλλεκτος''': -ον, ὁ ἐκ νέου συλλεχθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. παλίλλογα, Φώτ.
|lstext='''παλινσύλλεκτος''': -ον, ὁ ἐκ νέου συλλεχθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. παλίλλογα, Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλινσύλλεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που συνελέγη εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[συλλέγω]].
}}
}}