Anonymous

παλλάκιον: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_22)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλλάκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[παλλακός]], Ἀλκμὰν 82, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παλλάκιον]]· [[μειράκιον]]».
|lstext='''παλλάκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[παλλακός]], Ἀλκμὰν 82, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παλλάκιον]]· [[μειράκιον]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[παλλάκιον]], τὸ (Α) [[πάλλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[πάλλαξ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[παλλάκιον]]<br />[[μειράκιον]]».
}}
}}