Anonymous

πάλη: Difference between revisions

From LSJ
4,302 bytes added ,  29 September 2017
30
(T21)
(30)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=παλης, ἡ (from [[πάλλω]] to [[vibrate]], [[shake]]), from [[Homer]] [[down]], [[wrestling]] (a [[contest]] [[between]] [[two]] in [[which]] [[each]] endeavors to [[throw]] the [[other]], and [[which]] is [[decided]] [[when]] the [[victor]] is [[able]] θλίβειν καί κατέχειν his [[prostrate]] [[antagonist]], i. e. [[hold]] him [[down]] [[with]] his [[hand]] [[upon]] his [[neck]]; cf. [[Plato]], legg. 7, p. 796; [[Aristotle]], rhet. 1,5, 14, p. 1361b, 24; Heliodorus aethiop. 10,31; (cf. Krause, Gymn. u. Agon. d. Griech. i. 1, p. 400ff; Guhl and Koner, p. 219f; Dict. of Antiq. [[under]] the [[word]] lucta)); the [[term]] is transferred to the [[struggle]] of Christians [[with]] the powers of [[evil]]: Ephesians 6:12.
|txtha=παλης, ἡ (from [[πάλλω]] to [[vibrate]], [[shake]]), from [[Homer]] [[down]], [[wrestling]] (a [[contest]] [[between]] [[two]] in [[which]] [[each]] endeavors to [[throw]] the [[other]], and [[which]] is [[decided]] [[when]] the [[victor]] is [[able]] θλίβειν καί κατέχειν his [[prostrate]] [[antagonist]], i. e. [[hold]] him [[down]] [[with]] his [[hand]] [[upon]] his [[neck]]; cf. [[Plato]], legg. 7, p. 796; [[Aristotle]], rhet. 1,5, 14, p. 1361b, 24; Heliodorus aethiop. 10,31; (cf. Krause, Gymn. u. Agon. d. Griech. i. 1, p. 400ff; Guhl and Koner, p. 219f; Dict. of Antiq. [[under]] the [[word]] lucta)); the [[term]] is transferred to the [[struggle]] of Christians [[with]] the powers of [[evil]]: Ephesians 6:12.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[πάλη]])<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[παλεύω]], [[αγώνισμα]] [[σώμα]] με [[σώμα]] [[μεταξύ]] δύο ατόμων που προσπαθούν να καταρρίψουν, ανάλογα με τους κανόνες του αγωνίσματος, ο [[ένας]] τον [[άλλο]] («νενίκηκε δὲ πὺξ καὶ πάλην καὶ δρόμον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[μάχη]] [[μεταξύ]] αντίπαλων στρατευμάτων, πολεμικών πλοίων κ.λπ., [[συμπλοκή]]<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[αγώνας]] επικράτησης, [[κάθε]] [[προσπάθεια]] υπερνίκησης [[μεταξύ]] αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (α. «η [[πάλη]] τών στοιχείων της φύσης» β. «οὐκ ἔστιν ἡμῑν ἡ [[πάλη]] πρὸς αἶμα καὶ [[σάρκα]], ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπάθεια]] αντιμετώπισης τών αντιξοοτήτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ελευθέρα [[πάλη]]» — [[είδος]] πάλης [[κατά]] την οποία επιτρέπονται όλες οι λαβές με τα χέρια και με τα πόδια σε οποιοδήποτε [[μέρος]] του σώματος, [[αλλά]] απαγορεύονται τα χτυπήματα, η στραγγαλιστική [[λαβή]] και το [[τράβηγμα]] τών μαλλιών και τών αφτιών<br />β) «ελληνορρωμαϊκή [[πάλη]]» — [[είδος]] πάλης [[κατά]] την οποία χρησιμοποιούνται μόνον τα χέρια και επιτρέπονται λαβές από τη [[μέση]] και [[πάνω]], ενώ απαγορεύονται οι λαβές με τα πόδια<br />γ) «ιαπωνική [[πάλη]]» — το ζίου ζίτσου<br />δ) «ελευθέρα επαγγελματική [[πάλη]]» — το [[κατς]]<br />ε) «[[πάλη]] τών τάξεων»<br />([[κατά]] τη μαρξιστική [[αντίληψη]] και [[θεωρία]]) ο [[αγώνας]] [[μεταξύ]] τών κοινωνικών τάξεων που έχουν αντίθετα συμφέροντα, τα οποία καθορίζονται από τη [[θέση]] τών τάξεων αυτών στο [[σύστημα]] της κοινωνικής παραγωγής τών αγαθών, [[αγώνας]] που αποτελεί αντικειμενική [[νομοτέλεια]] τών ανταγωνιστικών τρόπων παραγωγής και κινητήρια [[δύναμη]] ανάπτυξης τών κοινωνιών που βασίζονται σε τέτοιους τρόπους παραγωγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[παλαίω]]].———————— <b>(II)</b><br />[[πάλη]] ή παλή, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> πολύ λεπτοκοσκινισμένο [[αλεύρι]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] λεπτή [[σκόνη]], [[τέφρα]] («ἀνέπλησα τὠφθαλμώ πάλης φυσῶν τὸ πῡρ», Φερεκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[πάλη]] παράγεται από το ρ. [[πάλλω]] «[[σείω]], [[κινώ]]» και έχει τη σημ. «κοσκινισμένο [[αλεύρι]]». Κατ' [[άλλη]], παλαιότερη [[άποψη]], η λ. εντάσσεται σε μια [[οικογένεια]] λέξεων που ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel</i>- «[[σκόνη]], [[αλεύρι]]» και εμφανίζουν [[ποικιλία]] μορφών (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pulvis</i> «[[σκόνη]]», <i>pollen</i> «[[αλεύρι]], [[σκόνη]]», αρχ.ινδ. <i>palala</i>- «τριμμένοι σπόροι σησαμιού»). Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] ανήκει πιθ. και η λ. [[πολτός]]].
}}
}}