Anonymous

πάμψυχος: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout vivant.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ψυχή]].
|btext=ος, ον :<br />tout vivant.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ψυχή]].
}}
{{grml
|mltxt=[[πάμψυχος]], -ον (Α)<br />(για τον Αμφιάραο) ο [[γεμάτος]] [[ψυχή]], δηλ. ζωή και [[δύναμη]] ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., αυτός που αναφέρεται σε όλες τις ψυχές («[[πάμψυχος]] ἀνάσσει» — κυβερνά [[γεμάτος]] ζωή και [[δύναμη]] ή, [[κατά]] τον Σχολ., «πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει», κυβερνά όλες τις ψυχές, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]])].
}}
}}