Anonymous

πανσυδί: Difference between revisions

From LSJ
1,600 bytes added ,  29 September 2017
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> avec toutes les forces réunies;<br /><b>2</b> entièrement, complètement.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σεύω]].
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> avec toutes les forces réunies;<br /><b>2</b> entièrement, complètement.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=και πασσυδί και [[πανσυδεί]] και [[πασσυδεί]] και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, [[κατά]] δ. γρφ., πασσυδίη και [[πανσυδίην]], και [[πασσυδίην]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῡντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῑ καὶ [[αὐτός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> παντελώς<br /><b>3.</b> με [[κάθε]] [[προθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>συ</i>- του <i>σεύομαι</i> «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[ορμώ]], [[διώκω]]» (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐσ</i>-<i>σύ</i>-<i>μην</i>) με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ί</i>(<i>ᾳ</i> / <i>ην</i>) / -<i>εί</i>. Ο τ. [[πασσυδεί]] με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>σ</i>-. Τέλος, το επίρρ. [[πανσυδί]] έχει ευρύ σημασιολογικό [[περιεχόμενο]] και χρησιμοποιείται τόσο στο στρατιωτικό [[λεξιλόγιο]] με σημ. «με όλο το [[στράτευμα]]» όσο και με τη γενικότερη σημ. «με όλες τις δυνάμεις, παντελώς, [[γρήγορα]]»].
}}
}}