Anonymous

πανσθενουργός: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_18)
 
(30)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πανσθενουργός''': -όν, ὁ τὰ πάντα δυνάμενος νὰ ποιήσῃ, Ἰωσήφ τοῦ Ρακενδ. στίχ. Ἰαμβ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 474, 10.
|lstext='''πανσθενουργός''': -όν, ὁ τὰ πάντα δυνάμενος νὰ ποιήσῃ, Ἰωσήφ τοῦ Ρακενδ. στίχ. Ἰαμβ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 474, 10.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που μπορεί να κάνει τα [[πάντα]], [[παντοδύναμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πανσθενής]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}