Anonymous

παντόμιμος: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pantomime, <i>comédien qui joue au moyen de gestes, sans le secours de la parole</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μιμέομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />pantomime, <i>comédien qui joue au moyen de gestes, sans le secours de la parole</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μιμέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[παντόμιμος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[παντόμιμος]]<br />[[ηθοποιός]] που παριστάνει τα νοήματα και την [[υπόθεση]] ενός έργου μόνον με τη μιμική και την όρχηση, με κινήσεις του σώματος και με χειρονομίες [[χωρίς]] να μιλά, ο [[ηθοποιός]] της παντομίμας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μιμείται τους πάντες ή τα [[πάντα]]<br /><b>2.</b> (στη ρωμ. αυτοκρατ. [[εποχή]]) χορευτικό [[θέαμα]] [[κατά]] το οποίο [[ένας]] μόνον [[υποκριτής]] αφηγείται με χορευτικές κινήσεις, βήματα, στάσεις και χειρονομίες την [[υπόθεση]] μιας ιστορίας με κωμικό ή τραγικό [[θέμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μῖμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ανθρωπό</i>-<i>μιμος</i>, <i>φωνό</i>-<i>μιμος</i>)].
}}
}}