3,274,174
edits
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (ὁ) :<br />sorte de poisson de Thrace.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute mot thrace. | |btext=ακος (ὁ) :<br />sorte de poisson de Thrace.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute mot thrace. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ακος, ό, Α<br />[[είδος]] ψαριού που ζούσε στις λίμνες της Θράκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. θρακικής προέλευσης. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα: [[πέρκη]] «[[πέρκα]]», [[περκνός]] «[[μαύρος]], [[μελανόστικτος]]», <i>πρακνόν</i><br /><i>μέλανα</i> (<b>Ησύχ.</b>), ενώ, κατ' άλλους, η λ. οφείλεται σε [[ονοματοποιία]] από τον υποτιθέμενο ήχο που παράγει το [[ψάρι]], ανάλογη με τον τ. [[παππάξ]] και τα [[βαβάζω]], [[βαβράζω]]. | |||
}} | }} |