Anonymous

πανηγυριστής: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui se rend à une fête solennelle.<br />'''Étymologie:''' [[πανηγυρίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui se rend à une fête solennelle.<br />'''Étymologie:''' [[πανηγυρίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. -ίστρια, ΝΜΑ [[πανηγυρίζω]]<br />[[άτομο]] που μετέχει σε [[πανήγυρη]], που παίρνει [[μέρος]] σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, [[πανηγυριώτης]].
}}
}}