Anonymous

παράβλημα: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />barricade, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[παραβάλλω]].
|btext=ατος (τό) :<br />barricade, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[παραβάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=το [[παραβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[κατασκεύασμα]] από [[πλέγμα]] σχοινιών, [[δέρμα]], πλαστικό ή [[άλλο]] υλικό, που κρέμεται από τα [[πλευρά]] πλοίου και το προστατεύει από την [[κρούση]] ή την [[τριβή]] με την [[προβλήτα]] ή με άλλα πλοία [[κατά]] την [[παραβολή]] του, [[κατά]] το πλεύρισμά του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] που ρίχνεται [[μπροστά]] ή [[κοντά]] σε κάποιον, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[τροφή]] τών ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που το τοποθετούσαν [[μπροστά]] από [[κάτι]] προκειμένου να το καλύψει ή να το προφυλάξει, [[κυρίως]] [[είδος]] σκεπάσματος που έμοιαζε με θώρακα και με το οποίο κάλυπταν τις πλευρές τών πλοίων<br /><b>2.</b> <b>(γεωμ.)</b> ορθογώνιο εφαρμοσμένο σε [[ευθεία]] [[γραμμή]].
}}
}}