3,276,901
edits
(6_7) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παπῡρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς πάπυρον, Γαλην., κλ. | |lstext='''παπῡρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς πάπυρον, Γαλην., κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, ΝΑ [[πάπυρος]]<br />αυτός που μοιάζει με πάπυρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[παπυρώδης]]<br /><b>ανατ.</b> [[λεπτό]] [[τετράπλευρο]] [[πέταλο]] που αποτελεί την εξωτερική [[επιφάνεια]] του λαβυρίνθου του ηθμοειδούς οστού και δημιουργεί το εσωτερικό [[τοίχωμα]] της κόγχης του οφθαλμού. | |||
}} | }} |