Anonymous

παραινετικός: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_10)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραινετικός''': -ή, -όν, [[συμβουλευτικός]], π. καὶ ὑποθετικὸς [[λόγος]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 274 25.
|lstext='''παραινετικός''': -ή, -όν, [[συμβουλευτικός]], π. καὶ ὑποθετικὸς [[λόγος]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 274 25.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παραινετικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παραινέτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που εμπεριέχει [[παραίνεση]], [[συμβουλή]], [[συμβουλευτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμπεριέχει [[προτροπή]], [[ενθάρρυνση]], [[παρακινητικός]], [[προτρεπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραινετικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>παραινετικῶς</i>, ΝΑ<br />με παραινετικό τρόπο, συμβουλευτικά.
}}
}}