3,277,636
edits
(6_19) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακελευστής''': -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ. | |lstext='''παρακελευστής''': -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[παρακελεύομαι]]<br />αυτός που παρακινεί, που προτρέπει, που δίνει [[θάρρος]] με τον λόγο του. | |||
}} | }} |