Anonymous

παρακελευστής: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_19)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακελευστής''': -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ.
|lstext='''παρακελευστής''': -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[παρακελεύομαι]]<br />αυτός που παρακινεί, που προτρέπει, που δίνει [[θάρρος]] με τον λόγο του.
}}
}}