Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρακινητικός: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a l’esprit dérangé.<br />'''Étymologie:''' [[παρακινέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui a l’esprit dérangé.<br />'''Étymologie:''' [[παρακινέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παρακινητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρακινώ]]<br />αυτός που διεγείρει, ερεθίζει ή προτρέπει σε [[κάτι]], [[διεγερτικός]], [[ερεθιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παράφρονας]], [[τρελός]], [[παράφορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρακινητικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>παρακινητικῶς</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με παρακινητικό, προτρεπτικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />(συν. στη φρ.) «παρακινητικῶς ἔχω» — [[παρουσιάζω]] συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης.
}}
}}