Anonymous

παρακλίντωρ: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_19)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακλίντωρ''': -ορος, ὁ, = [[παρακλίτης]], Ἀνθ. Π. 9. 257.
|lstext='''παρακλίντωρ''': -ορος, ὁ, = [[παρακλίτης]], Ἀνθ. Π. 9. 257.
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br />αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος [[κοντά]] σε κάποιον [[άλλο]], δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρακλίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σημάν</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}