3,274,194
edits
(6_10) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακελευσμᾰτικός''': -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], Εὐστ. 1393. 4. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1416. 40. | |lstext='''παρακελευσμᾰτικός''': -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], Εὐστ. 1393. 4. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1416. 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παρακελευσματικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[παρακέλευσμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προτρεπτικός]], αυτός που έχει τη [[μορφή]] προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>γραμμ.</b> α) «παρακελευσματικές προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν [[προτροπή]] και οι οποίες στην Αρχαία Ελληνική εκφέρονται με [[υποτακτική]] (α. «δεῡρο ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τοῡ Κυρίου δεηθῶμεν»)<br />β) «παρακελευσματικά μόρια» — μόρια με τα οποία στη Νέα Ελληνική εισάγονται τέτοιου είδους προτάσεις, όπως [[είναι]] λ.χ. τα: <i>να</i>, <i>ας</i>, <i>μη</i>, <i>να μη</i>, [[άιντε]] να</i>, <i>για</i>, <i>για να</i> («ας φύγουμε»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρακελευσματικώς</i> / <i>παρακελευσματικῶς</i>, ΝΜ<br />με παρακελευσματικό τρόπο, με προτροπές ή με διαταγές. | |||
}} | }} |